μαστιγῶ

μαστιγῶ
μαστῑγῶ , μαστιγόω
whip
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
μαστῑγῶ , μαστιγόω
whip
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
μαστῑγῶ , μαστιγόω
whip
pres subj act 1st sg
μαστῑγῶ , μαστιγόω
whip
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text …   Wikipedia

  • αμαστίγωτος — η, ο (Α ἀμαστίγωτος, ον) [μαστιγῶ] αυτός που δεν μαστιγώθηκε, δεν χτυπήθηκε με μαστίγιο νεοελλ. αυτός που δεν επικρίθηκε με δριμύτητα …   Dictionary of Greek

  • μαστιγώνω — (AM μαστιγῶ, όω, Μ και μαστιγώνω) [μάστιξ] 1. χτυπώ με μαστίγιο, βουρδουλίζω, καμ(ου)τσικίζω, βιτσίζω 2. μτφ. τυραννώ, βασανίζω, μαστίζω νεοελλ. δέρνω 2. μτφ. ασκώ αυστηρό δημόσιο έλεγχο, επιπλήττω με δριμύτητα κάποιον, επιτιμώ αυστηρά («η… …   Dictionary of Greek

  • συμμαστιγώ — όω, Α [μαστιγῶ / ώνω] μαστιγώνω κάποιον μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”